H μεταγνώση αναφέρεται στη γνώση που έχει το ίδιο το άτομο για τις δικές του γνωστικές λειτουργίες. Ο Flavell στη δεκαετία του 1970 εισήγαγε στην ψυχολογία τον όρο μεταγνώση θέλοντας να εξηγήσει τους τρόπους μάθησης και οργάνωσης της γνώσης στη μνήμη. Όσον αφορά τις μεταγνωστικές εμπειρίες, μπορούμε να πούμε πως μερικές απ’ αυτές είναι η οικειότητα ή το αίσθημα του πρόσφατου (το άτομο νιώθει πως έχει ξανασυναντήσει το πρόβλημα), η ικανοποίηση (ολοκλήρωση του στόχου), η δυσκολία, η βεβαιότητα, οι χρονικές απαιτήσεις, τα αισθήματα αρέσκειας.
Αυτό που έπρεπε να εξετάσει ήταν «πώς και υπό ποιες συνθήκες το άτομο, συλλέγει, συντονίζει και ολοκληρώνει την υπάρχουσα γνώση και τις δεξιότητές του σε νέες λειτουργικές οργανώσεις». Για να συμβεί αυτό το άτομο θα πρέπει να γνωρίζει ποια είναι η γνώση που ήδη κατέχει. Συνεπώς, η μεταγνώση αναφέρεται στη γνώση που έχει το ίδιο το άτομο για τις δικές του γνωστικές λειτουργίες. Τύποι μεταγνώσης είναι η μεταμνήμη, η μετακατανόηση, η μεταπροσοχή και η μεταγλώσσα.
Όσον αφορά τις μεταγνωστικές εμπειρίες, μπορούμε να πούμε πως μερικές απ’ αυτές είναι η οικειότητα ή το αίσθημα του πρόσφατου (το άτομο νιώθει πως έχει ξανασυναντήσει το πρόβλημα), η ικανοποίηση (ολοκλήρωση του στόχου), η δυσκολία, η βεβαιότητα, οι χρονικές απαιτήσεις, τα αισθήματα αρέσκειας. Υπάρχουν όμως και κάποιοι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την εμφάνιση αλλά και την ακρίβεια των μεταγνωστικών εμπειριών. Αυτοί είναι η νοημοσύνη, η εικόνα που έχει το άτομο για τον εαυτό του αλλά και τα κίνητρά του. Ένα άτομο χαμηλής νοημοσύνης μπορεί να δυσκολευτεί περισσότερο από κάποιο άλλο με υψηλότερη νοημοσύνη. « Πορίσματα ερευνών δείχνουν ότι τα ευφυή παιδιά κάνουν χρήση των μεταγνωστικών στρατηγικών σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι τα παιδιά μέσων νοητικών ικανοτήτων»[2]. Η σχέση νοημοσύνης και μεταγνώσης φαίνεται και από την επίλυση προβλημάτων. Το άτομο μέσα από τις μεταγνωστικές δεξιότητες καταλαβαίνει ότι υπάρχει ένα πρόβλημα και χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες στρατηγικές φτάνει στη λύση του.
Στη συνέχεια, ένα άτομο που έχει έλλειψη αυτοεκτίμησης θα δυσκολευτεί περισσότερο από ένα άτομο με υψηλή αυτοεκτίμηση. Το δεύτερο θα έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις δυνάμεις του, θα μπορέσει με μεγαλύτερη ευκολία να γίνει ενεργητικό, αυτόνομο και να λάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για την επίλυση προβλημάτων.
Αναφορικά με τα κίνητρα του ατόμου, αυτά θα πρέπει να είναι ισχυρά ώστε να μη μειωθεί το ενδιαφέρον του μαθητή σε ενδεχόμενες δυσκολίες που θα συναντήσει. Μειωμένα κίνητρα παρουσιάζουν συνήθως παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, γεγονός που μπορεί να οφείλεται στις συνεχείς αποτυχίες που βιώνουν καθημερινά στο σχολείο. Έτσι λοιπόν μπορεί να εκδηλώνουν μειωμένο ενδιαφέρον για τις σχολικές εργασίες ή να πιστεύουν ότι δε θα καταφέρουν τίποτα. Για να βελτιωθεί η μεταγνώση των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες πρέπει να υπάρξει παρέμβαση που ρυθμίζει τα κίνητρά τους. « Ορισμένες γενικές αρχές της παρέμβασης σε επίπεδο κινήτρων είναι να δίνεται έμφαση στον προσανατολισμό στο εκτελούμενο έργο, στον καθορισμό των στόχων του και στην αξία της προσπάθειας»[3]. Ο εκπαιδευτικός οφείλει να ενεργοποιεί το μαθητή ως προς τη μεταγνώση και να τον οδηγεί στην αυτορρύθμιση. Στην τάξη θα πρέπει να υπάρχει συνεργατικό και όχι ανταγωνιστικό κλίμα. Στα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες θα πρέπει να αποφεύγεται η υπερβολική χρήση της επιβράβευσης διότι αυτό μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά στο παιδί.
Ο εκπαιδευτικός από την πλευρά του προσπαθεί καθημερινά να εμπλέξει τόσο ποιοτικά όσο και αποτελεσματικά τις απαιτήσεις του προγράμματος σπουδών, τις ανάγκες των μαθητών και τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν. Για να πετύχει τα παραπάνω πρέπει να διδάξει στους μαθητές του τις μεταγνωστικές στρατηγικές. Οι στρατηγικές αυτές αναφέρονται στο πώς μαθαίνω, πώς θυμάμαι, πώς οργανώνω, πώς ελέγχω, πώς σκέφτομαι. Αυτή η διαδικασία θα βοηθήσει το μαθητή ώστε να μπορεί και χωρίς την παρουσία του δασκάλου να φτάνει στη γνώση. Ο εκπαιδευτικός οφείλει να γνωρίζει ότι διδάσκουμε στρατηγικές για να μάθουν οι μαθητές πώς μαθαίνουν, για να καταλαβαίνουν οι μαθητές τη διαδικασία της μάθησης, για να ενθαρρύνουμε την ανεξάρτητη μάθηση, για να προάγουμε την ευέλικτη σκέψη, για να παρακάμψουμε περιοχές αδυναμίας.
Η διδασκαλία στρατηγικών μάθησης θα ωφελήσει όλα τα παιδιά, ωστόσο για τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες είναι αναγκαία αυτή η διδασκαλία. Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο τις πληροφορίες, συχνά παρουσιάζουν προβλήματα οργάνωσης και μνήμης και είναι παθητικοί κατά τη διάρκεια της μάθησης. Συνεπώς η διδασκαλία των μεταγνωστικών δεξιοτήτων θα τους βοηθήσει να συμμετέχουν ενεργά στη μάθηση, να αναλάβουν πρωτοβουλίες, να αναπτύξουν κίνητρα. Στρατηγικές μάθησης μπορεί να είναι η ενεργητική επανάληψη, η κατασκευή σχεδιαγραμμάτων ή εικόνων, η κατηγοριοποίηση, η λεκτική επεξεργασία.
Μαρίνα Κανδρούδη
Δασκάλα Γ΄ Δημοτικού
[1] Κωσταρίδου- Ευκλείδη,Α. (1992). Γνωστική Ψυχολογία, Θεσσαλονίκη: Art of Text, σελ. 135
[2] Παντελιάδου, Σ. (2000). Μαθησιακές Δυσκολίες και εκπαιδευτική πράξη. Τι και γιατί.
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σελ. 311
[3] ο.π. 315