Η Πηνελόπη Δέλτα έγραψε για παιδιά. Ύφαινε τις ιστορίες της μαζί με την ιστορία των Ελλήνων, τις ιδέες της, τις εμπειρίες της δικής της ζωής. Αυτό έκανε τα μυθιστορήματά της να αγαπηθούν τόσο από τα παιδιά που έζησαν τον περασμένο αιώνα όσο και από τα παιδιά του σήμερα. Οι μαθητές μας κατά τη διάρκεια της φετινής σχολικής χρονιάς μελέτησαν το έργο και τη ζωή της σημαντικής αυτής Ελληνίδας.
Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1874. Το σπίτι τους ήταν απλό μα αρχοντικά επιπλωμένο. Στο μεγάλο σαλόνι, στην τραπεζαρία με τα βαριά καρυδένια αγγλικά έπιπλα, στις μεγάλες κρεβατοκάμαρες και στο σπουδαστήριο πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Όλα τα δράματα της παιδικής της ζωής, όπως αναφέρει η ίδια, εκεί εξελίχθηκαν. Εκεί ζυμώθηκε η παιδική της ψυχή, τέθηκαν τα πρώτα προβλήματα, οι απορίες, οι θυμοί, οι λύπες. Εκεί, και στο μεγάλο ξύλινο μπαλκόνι. Αυτό ήταν το καταφύγιό της όταν είχε καμιά μεγάλη λύπη. Ανατράφηκε σκληρά από Εγγλέζες νταντάδες κι αυτό σημάδεψε την παιδική της ηλικία.
Ήταν κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Φοβόταν τους γονείς της μα και τους λάτρευε σα θεότητες απρόσιτες. Με τα αδέλφια της ήταν πολύ συνδεδεμένη μα δεν είχαν μάθει να μοιράζονται τις λύπες τους και τις χαρές τους.
Η ίδια στις «Πρώτες ενθυμήσεις» γράφει πως ήταν επαναστάτης, πάντα ταραγμένη, έτοιμη να δει παντού θυσίες, κατορθώματα, ηρωισμούς, ποτέ ικανοποιημένη και θέλοντας τα πράγματα αλλιώς απ’ ότι έρχονταν.
Το 1895 παντρεύτηκε τον τραπεζίτη Στέφανο Δέλτα από συνοικέσιο και απέκτησαν τρεις κόρες. Τη Βιργινία, τη Σοφία και την Αλεξάνδρα. Ως το 1916 οι Δέλτα κατοίκησαν στην Αλεξάνδρεια. Από το 1916 εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Κηφισιά.
Ο Δέλτα πίστευε πολύ στο συγγραφικό της ταλέντο και την ενθάρρυνε να γράψει.
Με την οριστική της εγκατάσταση στην Ελλάδα η συγγραφή έγινε η κυριότερη απασχόληση της ζωής της. Την ενδιαφέρει πια η συγκέντρωση του υλικού για τα νέα βιβλία που μελετά να γράψει. Η πατρίδα είναι το επίκεντρο του έργου της.
Το πρώτο της βιβλίο «Για την πατρίδα» κυκλοφόρησε το 1909. Ακολουθούν το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (1910), «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου» (1911), «Παραμύθια και άλλα» (1915), «Η ζωή του Χριστού» (1925), «Τρελαντώνης» (1932), «Ο Μάγκας» (1935), «Στα μυστικά του Βάλτου» (1937). Τα έργα της ήταν γραμμένα στη δημοτική.
Το γλωσσικό ζήτημα την ενδιέφερε για πάρα πολλά χρόνια. Από την πρώτη δεκαετία του περασμένου αιώνα βρέθηκαν επιστολές που ανήκαν σε πρωτεργάτες του δημοτικισμού. Τότε είχε ξεκινήσει και η Πηνελόπη Δέλτα τα πρώτα της συγγραφικά βήματα σε μια γλώσσα που αγαπούσε. Συντασσόταν με την ιδέα πως ο λαός πρέπει να γράφει στη γλώσσα που μιλά. Στην αλληλογραφία της βρέθηκαν επιστολές του Κ. Παλαμά, του Π. Βλαστού, του Αλ. Πάλλη, του Φώτη Φωτιάδη και πολλών άλλων οπαδών του δημοτικισμού.
Στενή φιλία τη συνέδεε και με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το όνομά του το άκουσε πρώτη φορά στην Κηφισιά στα 1905. Ο πατέρας της ήταν βασιλικός, όμως θα υιοθετήσει την πολιτική του Βενιζέλου, θα γίνει υπουργός του το 1910 και θα αναπτυχθεί ανάμεσά τους ένας πολύ στενός φιλικός δεσμός. Ήταν πολύ συχνός επισκέπτης στο σπίτι τους στην Κηφισιά. Καθόταν σε μια πολυθρόνα απέναντί της κι έλεγε: «Ήρθα να ξεσκάσω!». Όταν διάβασε τον «Τρελαντώνη» μπήκε το ίδιο απόγευμα στο σπίτι της βιαστικός και της είπε: «Σήμερα δεν ήρθα για την κυρία Δέλτα αλλά για την Πουλουδιά!»
Σημαντικός σταθμός στη ζωή της ήταν η γνωριμία της με τον Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος τοποθετείται στο Γενικό Προξενείο Αλεξανδρείας ως υποπρόξενος τον Φεβρουάριο του 1905. Γνωρίστηκαν στα εγκαίνια του «Μικρού Ασύλου» και οι συναντήσεις τους συνεχίστηκαν σε διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις και γεύματα των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας. Από την αρχή της γνωριμίας τους η Δέλτα ένιωσε μεγάλη συμπάθεια για τον Δραγούμη. Η φιλία τους είχε φωτίσει τη ζωή της. Στα λόγια του συναντούσε συχνά δικές της κρυφές σκέψεις. Οι δυο τους είχαν μιλήσει πολύ για τη Μακεδονία, για τον αγώνα, για τους Βούλγαρους και του Τούρκους. Μετά από ένα γεύμα στη βεράντα του σπιτιού της, ήταν Ιούνιος, της διηγήθηκε τον θάνατο του Παύλου Μελά. Η Δέλτα συγκινήθηκε και ταράχτηκε, όπως γράφει η ίδια, ως τα βάθη της ψυχής της. Της εκμυστηρεύτηκε ότι τον βασάνιζε η σκέψη πως αυτός τον κάλεσε στη Μακεδονία. Του είχε ζητήσει να βοηθήσει στον αγώνα γιατί θεωρούσε πως ήταν ο μεγαλύτερος πατριώτης που γνώριζε.
Οι συναντήσεις τους πύκνωσαν. Ο ένας έβρισκε μεγάλο ενδιαφέρον στη συντροφιά του άλλου κι έτσι η φιλία του εξελίχθηκε σε μια τρυφερή αγάπη. Η Δέλτα βασανίστηκε πολύ μα αποφάσισε να μείνει κοντά στην οικογένειά της. Άφησε στις κόρες της κληρονομιά τα γράμματα που αντάλλασσαν ώστε να δουν, όπως λέει, την πάλη τριών ψυχών και να ξέρουν πως η αγάπη αυτή έμεινε ιδανική και ακέραια ως τον θάνατο.
Έγραφε πολύ ακόμα κι όταν η κατάσταση της υγείας της δεν το επέτρεπε. Έγραφε ακόμα κι όταν έπρεπε να πιάσει το μολύβι με τα δυο της χέρια. Έγραφε για την πατρίδα. Ήθελε πάντα μια Ελλάδα ελεύθερη, δημοκρατική και ανεξάρτητη.
6 Απριλίου 1941. Οι Γερμανοί μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη. Αρχίζουν να προχωρούν νότια. Ήξερε πως πλησιάζουν στην Αθήνα. Ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη.
25 Απριλίου 1941. Πληροφορήθηκε πως ίσως οι Γερμανοί την επομένη μπουν στην Αθήνα. Είχε αποφασίσει πως δεν θα εγκαταλείψει το σπίτι της. Της έδινε δύναμη η γνώση πως είχε φυλαγμένο λίγο θάνατο στην τσέπη.
27 Απριλίου 1941. Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Άκουσε από το ραδιόφωνο την τελευταία ελληνική εκπομπή. Λίγη ώρα μετά ζήτησε ένα ποτήρι νερό... Ξεψύχησε στις 2 Μαΐου του 1941. Την έθαψαν σε μια γωνιά του κήπου της, όπως η ίδια το ήθελε.
Επάνω στο μάρμαρο γράφτηκε η λέξη ΣΙΩΠΗ.