«…Είναι νωρίς ακόμη μές στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ ακούς…»
Στίχοι γεμάτοι λυρισμό, στίχοι γεμάτοι αίσθημα, στίχοι γεμάτοι… Ελλάδα. Κάπως έτσι μπορούμε να φανταστούμε την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, του εμβληματικού Νομπελίστα ποιητή μας. «Αυτός ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας» της ποίησής του μας φωτογραφίζει το ελληνικό τοπίο και την ελληνική παράδοση και ταξιδεύει τη σκέψη μας και την καρδιά μας, αποτυπώνοντας την ασίγαστη αγάπη που ο ίδιος τρέφει για κάθε τι ελληνικό.
Υπήρξε ένας από τους πλέον σημαντικούς, αν όχι ο σημαντικότερος Έλληνας ποιητής. Το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, για το οποίο τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979 από τη σουηδική ακαδημία, αποτελεί ένα μαγευτικό ταξίδι στον κόσμο της ποίησης. Ο «ποιητής του φωτός» αποτελούσε έναν από τους κύριους εκπροσώπους της «γενιάς του τριάντα».
Γεννημένος στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης απαρνήθηκε γρήγορα το πατρώνυμό του, επιλέγοντας να πορευτεί στη λογοτεχνική του σταδιοδρομία με το ψευδώνυμο «Ελύτης», όνομα κατασκευασμένο από τον ίδιο, προκειμένου να θυμίζει ακόμη περισσότερο το όνομα της πατρίδας του. Με το όνομα αυτό θα χαράξει τη δική του πορεία στους λογοτεχνικούς κύκλους και με αυτό θα γευτεί την καταξίωση.
Η γοητεία που του ασκούσε η ελληνική παράδοση τον οδήγησε να αναπτύξει ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Ελύτη είναι η διεισδυτική αντίληψη που έχει για τον κόσμο, ο πλούτος της γλώσσας που χρησιμοποιεί και η πολυσημία των λέξεων.
Η άποψή του για την ελληνική γλώσσα αποτυπώνεται σε λίγες αράδες ως εξής: «…Μου εδόθηκε… να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνο από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί διόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και με ελάχιστες διαφορές [...] Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος των αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα […]»
Το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών, αλλά η ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ανδρέα Κάλβου τον γοητεύουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον στρέψουν σε άλλα μονοπάτια. Σημαντική στιγμή για την εξέλιξη της ποίησης του Ελύτη είναι όταν γνωρίζει τον Αντρέα Εμπειρίκο, μαζί με τον οποίο καλωσορίζουν το ρεύμα του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Οι κυριότερες επιρροές από το ρεύμα αυτό αποτυπώνονται στις ποιητικές συλλογές που τιτλοφορούνται Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1943).
Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει χαρακτηριστικά για το ρεύμα του υπερρεαλισμού: «Από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος».
Ο «ποιητής του Αιγαίου», όπως είναι ευρέως γνωστός, έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως ποιητής στο περιοδικό «Νέα Γράμματα». Ο ποιητικός του λόγος, πρωτότυπος και με ιδιαίτερη θεματική, γοητεύει τους αναγνώστες και δίνει μια νέα πνοή στην ποίηση της εποχής.
«Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος»
Μία από τις κορυφαίες εμπνεύσεις του ποιητή υπήρξε το ποίημα «Το Άξιον Εστί» γραμμένο το 1959, ένα έργο «σταθμός» για την ελληνική λογοτεχνία, το οποίο, μάλιστα, χαρακτηρίζεται στους λογοτεχνικούς κύκλους και ως ένα «εθνικό» αριστούργημα. Η αρτιότητά του από άποψη τεχνικής και η αισθητική του αξία επαινέθηκαν ιδιαίτερα από τη λογοτεχνική κριτική, όπως επίσης και η αισθητική του αξία και η ακρίβεια στην έκφραση και την επιλογή των λέξεων.
Το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Το Νόμπελ Λογοτεχνίας ήρθε την κατάλληλη στιγμή ώστε να επιστεγάσει την αξία της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη. Στις 10 Δεκεμβρίου 1979 η σουηδική ακαδημία στέφει τον Ελύτη νικητή του Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα». Ο ίδιος παρέλαβε το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και με αυτόν τον τρόπο η ελληνική γραμματεία κατακτά για ακόμη μια φορά, μετά το Νόμπελ Λογοτεχνίας του Σεφέρη το 1963, την κορυφή και σαγηνεύει με τους στίχους της την Ευρώπη. Κατά τη βράβευσή του μίλησε ως εξής: «Τότε όμως η ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών».
Το 1979, έτος δημιουργίας και επιτυχίας για τον Ελύτη, αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μετά το Νόμπελ Λογοτεχνίας ακολουθούν ποικίλες τιμητικές διακρίσεις προς το πρόσωπο του ποιητή, όπως για παράδειγμα η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσι και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Σημαντικό τμήμα από το αξιέπαινο έργο του έχει μελοποιηθεί από συνθέτες που έχουν γνωρίσει εξίσου την καταξίωση όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Δημήτρης Λάγιος κ.α. «Άξιον εστί», «Τα ρω του έρωτα», «Προσανατολισμοί», «Όμορφη και παράξενη πατρίδα», «Μονόγραμμα» είναι ορισμένα μόνο από τα ποιήματα που αποτελούν μέρος της ποιητικής δημιουργίας που μας κληροδότησε.
Ο ποιητής του Αιγαίου, ο νομπελίστας ποιητής μας άφησε την τελευταία του πνοή στις 18 Μαρτίου 1996. Η ποίησή του, ωστόσο, μένει ανεξίτηλη και μας κάνει να ονειρευτούμε και να ταξιδέψουμε στα νησιά της πατρίδας μας απολαμβάνοντας τη μαγεία των λέξεων και τη γοητεία της έκφρασής τους.